- τσιγκογραφία
- ημέθοδος κατασκευής πλακών από ψευδάργυρο (κλισέ), που χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία για αποτύπωση εικόνων, η τσιγκοτυπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγκογραφία — Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] … Dictionary of Greek
ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
τζιγκογραφία — η, Ν βλ. τσιγκογραφία … Dictionary of Greek
τσιγκογράφημα — το, Ν τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφημα (< γράφω)] … Dictionary of Greek
τσιγκογράφος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + γράφος*] … Dictionary of Greek
τσιγκοτυπία — η, Ν η τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + τυπία (< τυπος < τύπος), πρβλ. χαλκο τυπία] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek